- πολυάϊξ
- -ικος, ὁ, ἡ, Α1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ'», Ομ. Οδ.)2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» — κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ᾱιξ (< θ. αιξ-, πρβλ. μέλλ. ἀΐξ-ω τού ἀΐσσω «αναπηδώ, εφορμώ»), πρβλ. κορυθ-άιξ].
Dictionary of Greek. 2013.